- βαρβαρίζω
- και βερβερίζω (AM βαρβαρίζω και Μ βερβερίζω)1. κάνω γλωσσικά σφάλματα, κυρίως γραμματικά2. βγάζω άναρθρους φθόγγουςνεοελλ.1. φλυαρώ2. τρομάζω, φρίττωαρχ.1. συμπεριφέρομαι ή μιλάω σαν βάρβαρος, σαν να μην είμαι Έλληνας2. μιλάω παρεφθαρμένα Ελληνικά3. προσχωρώ στους βαρβάρους, μηδίζω.
Dictionary of Greek. 2013.